- ασκίπων
- ἀσκίπων (-ονος), ο (Α)αυτός που δεν κρατά «σκίπονα», μπαστούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκίπων, ο «ράβδος, μπαστούνι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσκίπων — not leaning on a staff masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)